τηλεκινητικός

τηλεκινητικός
-ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με την τηλεκινησία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τηλεκινητικός — ή, ό, Ν (παραψυχολ.) αυτός που έχει σχέση με την τηλεκινησία («τηλεκινητικά φαινόμενα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κινητικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”